Ο Μάριο Πιέρη παρακολούθησε την Ελληνική Επανάσταση από απόσταση. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε από το να συμπάσχει με τους πρωταγωνιστές, να συγκινηθεί από τις δυσκολίες τους και να ταχθεί στο πλευρό τους πολεμώντας με την πένα του.
Η καταστροφή των Ψαρών τον ώθησε να γράψει, για τους αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων, ώστε να φτάσει σε ολόκληρη την Ευρώπη η εικόνα της μαχόμενης Ελλάδας, το θάρρος των επαναστατών, τα πάθη της πατρίδας του.
«Μα γιατί εμείς οι Έλληνες μένουμε ακόμη μακριά από το θέατρο της εθνικής δόξας; Δεν έχω ούτε τα μέσα, ούτε την βοήθεια των όπλων, ούτε τα χρήματα να προσφέρω στην πατρίδα, ούτε να την υπηρετήσω με την πένα μου που δεν ξέρει να χρωματίζει τις σκέψεις μου παρά μονάχα ιταλικά. Ούτε είναι δυνατό, άνθρωπος πενηντάρης τώρα, να μεταβληθώ σε Έλληνα συγγραφέα. Θα σταθώ λοιπόν, κοντά της, με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ.» Αυτός ο τρόπος, ήταν να αντλήσει πληροφορίες από γαλλικά περιοδικά, βιβλία- ιδίως τα έργα του François Pouqueville-, ευρωπαϊκές εφημερίδες που περιγράφουν τον αγώνα των Ελλήνων και να προχωρήσει στη συγγραφή του έργου του Compendo delle storia del Risorgimento della Grecia, dal 1740 al 1824, Italia, 1825.
Το 1827, η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας τον γεμίζει χαρά και αισιοδοξία: «Είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου και παρακαλώ τον Θεό να με κρατήσει ως το τέλος έτσι χωρίς πλούτη επικίνδυνα και χωρίς φτώχεια εξαθλιωμένη και να μπορέσω να πεθάνω στον τόπο ιερό έδαφος της πατρίδας μου, ξαναγεννημένης». Όμως αυτή η χαρά καταποντίστηκε με την είδηση της δολοφονίας του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια:
«Στην αρχή, έμεινα σαν χαμένος εκτός του εαυτού μου. Όταν συνήλθα, φώναζα, περπατώντας σαν τρελός στα δωμάτια : Ω Έλληνες, Έλληνες, γίνετε τουλάχιστον Έθνος πρώτα, αληθινά ελεύθεροι και μεγάλοι, ισχυροί και έπειτα αγνώμονες. Και θυμηθείτε πως οι ένδοξοι πρόγονοί σας, βέβαια, φέρονταν πολλές φορές με την ίδια αγνωμοσύνη, αλλά τουλάχιστον σύμφωνα με τους νόμους κι όχι με το έγκλημα και την προδοσία. […] Τώρα τι θ’ απογίνει η Ελλάδα με τις διχόνοιες, που επικρατούν εκεί; Χωρίς άλλο θα πουν, πως η Ελλάδα δεν ξέρει να είναι ελεύθερη και πως της άξιζε τόσους αιώνες να είναι δούλη.»
Όταν επισκέπτεται την Κέρκυρα (1836, 1837), πηγαίνει στην Ι. Μ. Πλατυτέρας να αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια : «Έκλαια και δάκρυζα απάνω σ’ εκείνο το μνήμα, το αγαπημένο, του πιο ενάρετου ανθρώπου της εποχής μας και πιο αγνού φίλου μου, και αισθανόμουν πιο αλαφρωμένος». Ο Βιάρος Καποδίστριας, του ζητά να γράψει τη βιογραφία του αδελφού του, για τον σκοπό αυτό τού στέλνει σημαντικά έγγραφα, αλλά ο Πιέρης αρνείται να αναλάβει αυτό το μεγάλο έργο και προτείνει τον Ανδρέα Μουστοξύδη. Τελικά, από τους Κερκυραίους φίλους του Κυβερνήτη μια σύντομη βιογραφία του θα γράψει ο Δ. Αρλιώτης.