Στα απομνημονεύματα του ιερωμένου Robert Walsh (1772-1852), διπλωματικού ακόλουθου στη Βρετανική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, σώζεται η περιγραφή μιας ιδιαίτερης θεατρικής παράστασης, που ανέβηκε στην άνοιξη του 1821. Η μαρτυρία διασώζει μια σπάνια στιγμή από τον πολιτισμό, τις προσδοκίες αλλά και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε ο χριστιανικός πληθυσμό της Πόλης, την παραμονή της Επανάστασης.
Ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν βρει καταφύγιο στους κήπους της πρεσβείας ήταν και ένας ατυχής Έλληνας καλλιτέχνης, με το όνομα Πιτζαμάνος, από την Κέρκυρα. Ζούσε [εκείνο τον καιρό] στην Κωνσταντινούπολη, εξασκώντας την τέχνη του, και καθώς είχε μια κάποια κλασική παιδεία, την χρησιμοποιούσε με πολλαπλούς τρόπους και στη δουλειά του. Μεταξύ άλλων, είχε προτείνει στους γείτονές του τη θεατρική αναπαράσταση ενός αρχαίου δράματος, υποσχόμενος να φροντίσει ο ίδιος για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Η ιδέα του υιοθετήθηκε, όμως αντί για έργο του Ευριπίδη ή του Σοφοκλή, διάλεξαν ένα σύγχρονο, γραμμένο από κάποιον Έλληνα της Βιέννης, το οποίο αναπαριστούσε γεγονότα που συνέβησαν κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, και τις σφαγές όσων Ελλήνων είχαν βρει τότε καταφύγιο στην Αγία Σοφία. Όμως το κάθε τι εκείνη τη χρονική στιγμή φαινόταν ύποπτο στα μάτια των Τούρκων. Στο θέατρο εισέβαλε η φρουρά. Το κοινό πρόλαβε να φύγει, αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε παραχωρηθεί για την παράσταση, συνελήφθη εκείνη την ώρα. Ήταν φαρμακοποιός στο Πέρα. Άδικα προσπάθησε να δικαιολογηθεί πως εκείνος σε άλλους το παραχώρησε, χωρίς να έχει γνώση της χρήσης για την οποία το προόριζαν – τον αποκεφάλισαν μπροστά στο ίδιο του το μαγαζί. Ο καλλιτέχνης που είχε φροντίσει για τα κοστούμια και τα σκηνικά θεωρήθηκε σοβαρός υποκινητής επαναστατικών ιδεών, και μπήκε στο στόχαστρο των Τούρκων. Έσπευσε ευθείς στο κτίριο της Βρετανικής πρεσβείας, όπου παρέμεινε για κάποιες μέρες κρυμμένος. Όταν τον ανακαλύψαμε, και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούσαν, προσπαθήσαμε να του αναθέσουμε κάποια εργασία. Μη γνωρίζοντας για πόσο καιρό θα έμεναν τα κεφάλια μας στους ώμους μας, είπαμε να τα αποτυπώσουμε με κάποιο τρόπο, για να τα στείλουμε ενθύμιο στους φίλους μας στην πατρίδα. Κι έτσι του αναθέσαμε να κάνει τα πορτρέτα μας. Τα κατάφερε πολύ καλά, αν και υπήρχαν στιγμές που τον κυρίευε ταραχή και αναγκαζόταν να σταματήσει μέχρι να πάψει το χέρι του να τρέμει. Τα χρήματα που έβγαλε από αυτό το εγχείρημα τα χρησιμοποίησε για να εξασφαλίσει τον ναύλο του σε ένα από τα πλοία, που αψηφώντας τους κινδύνους, συνέχισαν να μεταφέρουν φυγάδες. Ένα βράδυ επιβιβάστηκε σε ένα ρωσικό εμπορικό, όπου κρύφτηκε σε μια κασέλα, για να φτάσει ασφαλής στην Οδησσό. Από εκεί συνέχισε για την Αγία Πετρούπολη, όπου άσκησε την τέχνη του με επιτυχία.