ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ
Ζάκυνθος, 1801-1832

Η Ελισάβετ Μουτζάν γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1801 στη Ζάκυνθο. Η ευγενική της καταγωγή, τόσο από την πλευρά του πατέρα της, Φραγκίσκου Μουτζάν αλλά και της μητέρας, Αγγελικής Συγούρου, εξασφάλισε στην Ελισάβετ μια καλή ζωή και της επέτρεψε να αποκτήσει αγάπη για τα γράμματα και να καλλιεργήσει τις πνευματικές ενασχολήσεις.

Τα πρώτα της γράμματα τα έμαθε από τη μητέρα και τη γιαγιά της. Η μητέρα της στήριζε την μόρφωση της Ελισάβετ αλλά ο πατέρας δεν θεωρούσε απαραίτητη την πνευματική εξέλιξη των θυγατέρων του. Παρόλα αυτά, όταν έφτασε 12 χρονών αποφάσισε να της διδάξει την ιταλική γλώσσα, βάζοντάς την να μελετά από μια ιταλική γραμματική κατά τους θερινούς μήνες. Σύντομα ωστόσο, η έλευση ενός ακόμη παιδιού στην οικογένεια, σε συνδυασμό με την απροθυμία του πατέρα της να την διδάξει, οδήγησε στο τέλος των μαθημάτων.

Η δίψα της για γνώση όμως, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αποφάσισε να μάθει μόνη της ιταλικά για να διαβάσει λογοτεχνία. Ο πατέρας της εντυπωσιάστηκε με μια επιστολή, γραμμένη σε άρτια ιταλικά, την οποία έλαβε όσο βρισκόταν στην Κέρκυρα για τις εργασίες σύνταξης του νέου Συντάγματος της Ιονίου Πολιτείας. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, ως νέος έπαρχος της Ζακύνθου, θαύμασε από κοντά την πρόοδο της δεκαπεντάχρονης, αυτοδίδακτης Ελισάβετ και τελικά συμφώνησε να στηρίξει την επιθυμία της για μόρφωση. Ο ιερομόναχος Θεοδόσιος Δημάδης, από την Κωνσταντινούπολη, ήταν ο επόμενος δάσκαλος της Μπέτας, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσαν οι συγγενείς της. Ο Δημάδης είχε διοριστεί δάσκαλος της φιλοσοφίας σε ένα δημόσιο εκπαιδευτήριο και σύμφωνα με μαρτυρίες της Ε. Μουτζάν, ήταν ιδιαίτερα προοδευτικός άνθρωπος, καλοσυνάτος και εξαιρετικά μορφωμένος. Δυστυχώς, ο Δημάδης αναγκάστηκε να φύγει από τη Ζάκυνθο για προσωπικούς λόγους.

Η επιμονή της Ελισάβετ να ασχοληθεί με τα γράμματα οδηγούν την οικογένεια να δεχθεί, το 1820, έναν ακόμη δάσκαλο, τον ιερομόναχο Βασίλειο Ρωμαντζά. Εκείνος είχε σπουδάσει στην Πάδοβα και είχε ζήσει σχεδόν δέκα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, παραδίδοντας μαθήματα σε ένα σχολείο που είχε συσταθεί με τη φροντίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Ήταν αφιλοκερδής, τίμιος και ευγενικός άνθρωπος. Για επτά χρόνια, καθημερινά, μαθήτευσε κοντά του η Ελισάβετ, τελειοποιώντας τα ιταλικά, τα αρχαία ελληνικά και τα γαλλικά. Τον επόμενο χρόνο, σε επίσκεψή του στο σπίτι της οικογένειας Μουτζάν, o παλιός της δάσκαλος Θεοδόσιος Δημάδης τους ενημερώνει για την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης: «οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών, […] η Πάτρα και αι πλησίον της χώραις ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβιάς…». Η ίδια σημειώνει στο ημερολόγιό της πως στο άκουσμα της είδησης, αισθάνθηκε το αίμα της να βράζει από την επιθυμία να ζωστεί κι εκείνη τ’ άρματα. Την ίδια στιγμή όμως, συνειδητοποιούσε πως για μια γυναίκα, και μάλιστα Ζακύνθια, αυτό ήταν ένα άπιαστο όνειρο: «Επεθύμησα, είπα από καρδιάς, αλλά εκύτταξα τούς τοίχους του ΄σπητιού όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκύτταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακύνθια και αναστέναξα…».

Λίγο καιρό μετά το θάνατο του δασκάλου της, το 1826, και παρότι είχε επανειλημμένα σκεφτεί να κλειστεί σε ένα ησυχαστήριο-μοναστήρι (επειδή ασφυκτιούσε από την καταπίεση του πατριαρχικού περιβάλλοντος και για να μπορέσει να αφιερωθεί στην ανάγνωση και τη συγγραφή), αποφάσισε τελικά να ενδώσει στην οικογενειακή και κοινωνική πίεση και να παντρευτεί έναν ζακυνθινό άρχοντα, τον Νικόλαο Μαρτινέγκο. Απέκτησαν έναν γιο, τον Ελισαβέτιο, το 1831. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου πέθανε τον επόμενο χρόνο στη Ζάκυνθο.

Π.2173

“Να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν…”

Καντούνης Νικόλαος (Ζάκυνθος 1768 – Ζάκυνθος 1834)
Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκο, π. 1832
Λάδι σε μουσαμά, δ: 88×68,5 εκ.
ΕΠΜΑΣ Π.2173
©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης.

Η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος

Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου θεωρείται ίσως η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος, έχοντας αφήσει περισσότερα από δέκα θεατρικά δράματα στα ελληνικά και περίπου 16 έργα στα ιταλικά. Το σημαντικότερο όμως έργο της, θα λέγαμε ότι είναι η Αυτοβιογραφία της. Είναι ένα σημαντικό λογοτεχνικό κείμενο γραμμένο με ευθύτητα, χάρη και ρομαντική διάθεση, στην καθομιλουμένη της επτανησιακής άρχουσας τάξης.  Μέσα από μια λεπτομερή σκιαγράφηση της ζωής της, παίρνουμε μια εικόνα για την κοινωνική θέση της γυναίκας, της αριστοκρατικής τάξης, των αρχών του 19ου αιώνα στη Ζάκυνθο. Η Ελισάβετ δεν διστάζει να φέρει στο προσκήνιο την σύγκρουση που βιώνει ως γυναίκα με τη συντηρητική κοινωνία της ιδιαίτερης πατρίδας της. «Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκείνων των πραγμάτων όπου περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την εξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε δια τας πολιτικάς υποθέσεις και δια τας οικιακάς δεν είχε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέσα της έλειπον. […] Το σπήτι μας είχε (καθώς και ακόμη έχει) εκείνον τον παλαιόν, βάρβαρον και αφύσικον και απάνθρωπον ήθος, όπου θέλει ταις γυναίκαις ξεχωρισμέναις από την ανθρώπινην εταιρίαν.» 

Οι περιορισμοί και τα εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει η νεαρή Ελισάβετ, την οδηγούν να βρίσκει παρηγοριά στα βιβλία και τα συγγράμματά της και μέσα από αυτά να πραγματοποιεί τη δική της επανάσταση, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από εξέγερση και ανάγκη για ελευθερία. Καυτηριάζει τους περιορισμούς που θέτει μια ανδροκρατούμενη κοινωνία στο φύλο της. «Όχι να υπάγω να ησυχάσω, επειδή δεν ηθέλησαν οι συγγενείς μου, όχι να υπανδρευθώ, διατί εγώ δεν ήθελα, έπρεπε λοιπόν να μείνω δια παντός εις το σπήτι. Δια παντός εις το σπήτι! Α! Τούτος ο στοχασμός με έκανε να τρομάζω˙ εγώ έβλεπα πως τούτο το σπήτι εξ αποφάσεως ήθελε μου προξενήσει γλίγωρον και κακόν θάνατον. […]  Τί λοιπόν, έλεγα με τον εαυτόν μου, έχω να αποθάνω και ν’αποθάνω χωρίς να κάμμω καλόν; Χωρίς να εκπληρώσω εκείνο το τέλος δια το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον; Δυστυχισμένη Ελίζα! 

Τελικά, η Ελισάβετ, λύγισε μπροστά στην συνεχή πίεση της οικογένειας και αποφάσισε να παντρευτεί, θεωρώντας ότι έτσι θα κατάφερνε τουλάχιστον να φύγει από το πατρικό σπίτι, που για εκείνη ήταν φυλακή.