ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ζάκυνθος 1798 - Κέρκυρα 1857

Ο Διονύσιος Σολωμός, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1798 στην Ζάκυνθο, από την Αγγελική Νίκλη και τον κόμη Νικόλαο Σολωμό, που απεβίωσε το 1807. Ο Διονύσιος τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ζάκυνθο. Το 1808, μετά από απόφαση του κηδεμόνα του κόμη Διονυσίου Μεσσάλα, αναγκάστηκε να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στην Ιταλία, όπως ήταν σύνηθες για τους νέους αριστοκρατικής καταγωγής της εποχής. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, όπου διδάσκουν, μεταξύ άλλων, ο Vincenzo Monti, o Ugo Foscolo, o Elia Giardini. Θα αποφοιτήσει δύο χρόνια αργότερα. Στην Ιταλία έρχεται σε επαφή με τα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά κινήματα, ακούει τα αιτήματα για κοινωνική ανανέωση και βιώνει τη διάσταση κλασικισμού-ρομαντισμού.

Σε ηλικία είκοσι ετών επέστρεψε στη Ζάκυνθο, από όπου παρακολούθησε το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Περνά μεγάλα διαστήματα στο εξοχικό του στενού φίλου του Γεωργίου Δε Ρώσση στο Ακρωτήρι Ζακύνθου, σε βραδιές ποιητικού αυτοσχεδιασμού, παρέα με ανθρώπους των γραμμάτων όπως ο Αντώνιος Μάτεσις (ποιητής, θεατρικός συγγραφέας), ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας (γιατρός), ο Σπυρίδων Τρικούπης (ιστορικός), ο Ανδρέας Κομιώτης (μέλος Φιλικής Εταιρείας) και πολλοί άλλοι. Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή των Επτανήσων: τιμώντας τον θάνατο του σπουδαίου Ugo Foscolo, του συμπατριώτη του που έγινε τελικά εθνικός ποιητής της Ιταλίας, δέχτηκε να εκφωνήσει στα ιταλικά το «Εγκώμιο για τον Ούγο Φόσκολο» στην μητρόπολη των καθολικών στη Ζάκυνθο. Στις αρχές του 1821 συμμετείχε σε μια «δημόσια πράξη ανταρσίας» συνυπογράφοντας μια αναφορά παραπόνων κατά του Συντάγματος του 1817 και κατά Άγγλου Αρμοστή Θ. Μαίτλαντ με αποδέκτη τον Γεώργιο Δ΄ της Αγγλίας. Το κείμενο κατασχέθηκε προτού ολοκληρωθεί η πράξη και οι πρωτεργάτες συνελήφθησαν. Ο Σολωμός συνέχισε να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της εποχής του μέσα από τα ποίηματά του (Λάμπρος, Η μετατόπιση του αγάλματος του Μαίτλαντ), χωρίς να επιχειρεί όμως πολιτική παρέμβαση.

Το 1823 ο Σολωμός γνώρισε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο μετέπειτα γνωστός ιστορικός, βοήθησε τον Σολωμό να ασκήσει τα ελληνικά του, χρησιμοποιώντας ως βοήθημα ένα αντίτυπο των Λυρικών του Χριστόπουλου. Ακόμη, ο Τρικούπης ανέλαβε να δώσει στον Λόρδο Μπάιρον αντίγραφο του Ύμνου εις την Ελευθερία (1823), κατά την μετάβασή του στο Μεσολόγγι, αλλά δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Η Έξοδος του Μεσολογγίου την Κυριακή των Βαΐων του 1826 συγκλόνισε τον ποιητή. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1826-1851), θα τον ακολουθούν σε όλη τη διάρκεια της ποιητικής του δημιουργίας. Τα τρία Σχεδιάσματα που αποτελούν το έργο, εμπνέονται από τον Αγώνα των Μεσολογγιτών, οι οποίοι αγγίζουν τελικά την ελευθερία, μέσα από την θέληση τους για αντίσταση, υπερβαίνοντας όχι μόνο την πείνα και τις κακουχίες αλλά και τον ίδιο τον πειρασμό που προσφέρει η ομορφιά της φύσης.

Στην Κέρκυρα

Ο Σολωμός επιθυμούσε να μετακομίσει στην Κέρκυρα, όχι μόνο λόγω οικογενειακών προβλημάτων στη Ζάκυνθο -χρειάζεται να παρακολουθήσει την πολύ σημαντική δίκη με αντίδικό του τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Λεονταράκη- αλλά και επειδή η πρωτεύουσα των Επτανήσων ήταν και το πνευματικό κέντρο των νησιών, ένα καταφύγιο που θα του εξασφάλιζε ηρεμία και απομόνωση. Η μετάβασή του θα τον φέρει στο επίκεντρο ενός κύκλου ποιητών και θαυμαστών, ανθρώπων του πνεύματος, πρεσβευτών φιλελεύθερων, προοδευτικών ιδεών. Ο κύκλος του αποτελείται από τους Νικόλαο Μάντζαρο, Ιωάννη και Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, Ερμάννο Λούντζη, Nicolo Tommaseo, Ανδρέα Μουστοξύδη, Πέτρο Βράιλα-Αρμένη, Ανδρέα Λασκαράτο, αλλά και τους μαθητές του Ιάκωβο Πολυλά, Ιούλιο Τυπάλδο και Γεράσιμο Μαρκορά. Αυτή την περίοδο το ενδιαφέρον του ποιητή είναι στραμμένο στη γερμανική φιλοσοφία και λογοτεχνία. Στην Κέρκυρα θα περάσει την ώριμη ποιητική του φάση, η οποία θα αποδώσει, μεταξύ άλλων, τα περίφημα έργα του Κρητικός (1833) και Πόρφυρας (1847). Η σημαντικότερη, για την ελληνική ιστορία, γνωριμία του Διονύσιου Σολωμού, είναι εκείνη με τον σπουδαίο Κερκυραίο μουσικό Νικόλαο Μάντζαρο. Ο Μάντζαρος γνώριζε τον Σολωμό μέσα από τα ποιήματά του, είχε μάλιστα μελοποιήσει την «Φαρμακωμένη» (1826) και εξαιτίας αυτού, όταν ο Σολωμός θέλησε να εντρυφήσει στη μουσική τέχνη, απευθύνθηκε σ’ εκείνον. Οι δύο άνδρες μοιράζονταν την αγάπη για τις τέχνες και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία, μέσα από την οποία προέκυψε η μελοποίηση του ποιήματος του Σολωμού «Ύμνος εις την Ελευθερία». Η μελοποίηση του Ύμνου διήρκησε από το 1828 ως το 1830.

Το 1849 του απονέμεται το Μετάλλιο του Τάγματος του Σωτήρος. Δύο χρόνια αργότερα ξεκινά να αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία του. Πέθανε το 1857.

Solomos

“Μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸ μυαλό μου, πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα…”

Δείτε ακόμη:
Η τιμή της ελευθερίας: πρόσφυγες του Αγώνα στην Κέρκυρα

Οι Κερκυραίοι πενθούν τον Σολωμό

Η είδηση του θανάτου του το 1857, βύθισε σε θλίψη ολόκληρο το νησί. Σε ένδειξη σεβασμού διεκόπη η λειτουργία του Θεάτρου και της Ιονίου Βουλής, ενώ κηρύχθηκε δημόσιο πένθος.  Το 1865, με τη φροντίδα του Δημητρίου Σολωμού, πραγματοποιήθηκε η μετακομιδή των οστών του Διονυσίου Σολωμού στη Ζάκυνθο. Σήμερα φυλάσσονται στο Μαυσωλείο του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων μαζί με τα οστά του Ανδρέα Κάλβου.

«Ο θάνατός του, αν και μη ανέλπιστος, εκαταθορύβησε όλην την πόλη της Κέρκυρας• με την πολυκαιρινή διαμονή του, όχι ολιγώτερο παρά με την φήμη του μεγάλου νοός και της σοφίας, ο Σολωμός είχε γίνει προ πολλού σεβαστός και κοσμαγάπητος. Ώστε τίποτε δεν ημπορούσε ωραιότερα να απαντήσει το κοινόν αίσθημα των Κερκυραίων, παρά η ομόφωνη απόφαση της Επτανησιακής Βουλής, η οποία ευθύς εδιάκοψε την συνεδρίαση, κηρύττοντας δημόσιον το πένθος• και η άλλη της τοπικής αρχής, να παύσουν τα δημόσια ξεφαντώματα της απόκρεω, να μείνει κλεισμένο το θέατρο, όσο το άψυχο σώμα του θρηνουμένου ανδρός εκείτετο ακόμη μετά των ζώντων. Και της ευαγγελικής ζωής του, η οποία ημπορούσε να ονομασθεί μία μυστική ακατάπαυστη πηγή της αγαθοσύνης, καθαρή αντανάκλαση εστάθηκε ο ενταφιασμός του, εις τον οποίον παρευρέθηκε όλος ο κλήρος, πολυάριθμος λαός από την πόλη και από τα προάστεια, και η εγχώρια μουσική• δώδεκα νέοι αυτοκάλεστοι, άλλοι εγκάρδιοι φίλοι του, άλλοι απλώς γνώριμοί του, εβαστούσαν, διαδεχόμενοι την πολυστέναχτη τιμή, το φέρετρο, κι εκρατούσαν τες πτέρυγες του μαύρου νεκρικού καλύμματος έξι σεβάσμιοι γέροντες, έως το κοιμητήρι των ορθοδόξων. Η γενική σιγή ενώ το ξόδι εδιάβαινε τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλης, και η σοβαρή λύπη εις όλα τα πρόσωπα, έδειχναν ότι σ’ εκείνη τη στιγμή όλος ο λαός συνέπνεεν εις ένα μόνον θεάρεστον αίσθημα, και ότι, επιδεχτικός του πλέον υψηλού ενθουσιασμού, επροσκυνούσε το μεγαλείον του νοός και της αρετής.» (Ιακ. Πολυλά. Κέρκυρα, 1859).