Ο Ανδρέας Παπαδόπουλος-Βρετός ήταν λόγιος, γιατρός και συγγραφέας, προσωπικός φίλος των αδελφών Καποδίστρια και ένας από τους γιατρούς που πραγματοποίησαν την νεκροψία του Α΄ Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια.
Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1800 αλλά, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα του, η οικογένεια χρειάστηκε να ταξιδεύει συχνά στα νησιά του Ιονίου. Η πρώτη του επαφή με τα γράμματα έγινε στη Λευκάδα, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, ένα μέρος που θα αναγνωρίσει και ο ίδιος ο Ανδρέας, αργότερα, ως γενέθλια γη. Σε ηλικία έντεκα ετών άφησε πίσω του τα Επτάνησα και εγκαταστάθηκε με την μητέρα του στη Νάπολη όπου και φοίτησε Φιλοσοφία και Ιατρική.
Ως σπουδαστής συμμετείχε σε διάφορους φιλολογικούς κύκλους και είχε ιδιαίτερη επαφή με την Ιταλοαλβανική διασπορά, γεγονός που τον ενέπνευσε να μελετήσει σε βάθος την ιστορία των ιταλοαλβανικών κοινοτήτων της νότιας Ιταλίας. Παράλληλα, από το 1817, βρισκόταν υπό την προστασία του Ιταλού φιλέλληνα, στρατηγού Giuseppe Rosaroll (1775-1823) και είχε αναλάβει να διδάξει την ελληνική γλώσσα στα παιδιά του. Η επαφή του με τους φιλελεύθερους, επαναστατικούς κύκλους οδήγησε στην τόνωση των δημοκρατικών του αισθημάτων.
Το 1822 επέστρεψε με την μητέρα του στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Αφού προσπάθησε να εδραιωθεί επαγγελματικά στη Λευκάδα, χωρίς επιτυχία, αποφάσισε να μεταβεί στην Ιθάκη, αλλά ούτε εκεί συνάντησε εύφορο έδαφος για την ίδρυση ενός ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου. Κατά την παραμονή του στα Ιόνια, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους Βρετανούς φιλέλληνες, Fr. North κόμη Guilford και ποιητή λόρδο Byron. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου ανέλαβε τη θέση του Βιβλιοθηκονόμου, πρώτου Διευθυντή, της Βιβλιοθήκης της Ιονίου Ακαδημίας. Ο θάνατος του λόρδου Guilford το 1827 είχε δραματικό αντίκτυπο στη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας και στη ζωή του Ανδρέα Παπαδόπουλου-Βρετού. Η περίφημη βιβλιοθήκη του λόρδου Guilford, η οποία υπολογίζεται ότι φιλοξενούσε περίπου 6.000 τόμους βιβλίων, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο στα τέλη του 1830, όποτε πουλήθηκε σε δημοπρασίες από τον νόμιμο κληρονόμο, γιό της αδελφή του Guilford, λόρδο Sheffield. H αδυναμία του Ιονίου Κράτους να αγοράσει την εξαιρετική συλλογή βιβλίων του λόρδου Guilford, είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη λήξη της θητείας του Παπαδόπουλου-Βρετού, ο οποίος μετά την παραίτησή του, αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Η άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο τον γέμισε ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Αποφασίζει να ανοίξει ένα σύγχρονο και πλήρως εξοπλισμένο φαρμακείο στην πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Για να οργανώσει την επιχείρησή του, ταξιδεύει στη Βενετία και την Τεργέστη, συγκεντρώνει τον απαραίτητο εξοπλισμό μαζί με υλικά και φάρμακα και αναχωρεί για την Ελλάδα. Ο ξαφνικός θάνατος του Κυβερνήτη, πέρα από θλίψη, τον γεμίζει οργή για τους πολέμιους της πολιτικής του. Επιλέγει να υπερασπιστεί την μνήμη του αδικοχαμένου Επτανήσιου, εκδίδοντας στο Ναύπλιο, μαζί με τον Γ. Ράλλη, την ελληνογαλλική εφημερίδα Ελληνικός Καθρέφτης–Miroir Grec (1832-33), η οποία υποστηρίζει ανοικτά τους Καποδιστριακούς, επιμελείται μια σειρά εγγράφων που αποδεικνύουν την ορθότητα των πολιτικών επιλογών του Ι. Καποδίστρια και συνθέτει μια βιογραφία του Κυβερνήτη.
Η αφοσίωσή του στη μνήμη του Καποδίστρια και οι πολιτικές του επιλογές τον έφεραν σε σύγκρουση με τους πολιτικούς αντιπάλους του Κυβερνήτη που είχαν υπερισχύσει και τον έκαναν να καταφύγει εν τέλει στη φιλόξενη Ρωσία. Με την βοήθεια του Αλέξανδρου Στούρτζα θα καταφέρει να εργαστεί ως μεταφραστής στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην Αγία Πετρούπολη. Η ζωή στην Ρωσία όμως δεν τον ευχαριστούσε και σύντομα αναχώρησε για την Ευρώπη.
Το Παρίσι θα φιλοξενήσει για δύο χρόνια τις πνευματικές και επαγγελματικές ανησυχίες του πολυμήχανου Λευκάδιου, ο οποίος συστήνεται στο λαό της Γαλλίας ως εφευρέτης, καθώς κατάφερε να κατασκευάσει ένα αλεξίσφαιρο θώρακα, από υφασμάτινο πίλημα. Το 1838 επιστρέφει στην Ελλάδα, κατοικεί στην Αθήνα και δρα μαζί με τον αδελφό του Κυβερνήτη και νονό του γιού του Μαρίνου, Γεώργιο Καποδίστρια, στην «Φιλορθόδοξη Εταιρεία». Υποστηρίζει ότι ο τελικός σκοπός της Ελληνικής Επανάστασης ήταν η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και η αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εξαιτίας της δράσης του, κινδύνεψε με φυλάκιση από το Οθωνικό κράτος. Το 1849 διορίστηκε στο Ελληνικό Προξενείο της Βάρνας (Οθ.Αυτοκρατορία), ασχολήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές και διοχέτευσε όλη του την ενέργεια στην συγγραφή μιας μελέτης για την ιστορία της Βουλγαρίας. Λίγο αργότερα θα μεταβεί στην Ιταλία όπου θα εργαστεί κατά διαστήματα για το Ελληνικό Προξενείο της Βενετίας έως το 1855, οπότε επιστρέφει για λίγο στα Επτάνησα.
Η απώλεια του μοναχογιού του, Μαρίνου Παπαδόπουλου-Βρετού, το 1871, τον συγκλονίζει βαθιά. Σε εκείνον θα αφιερώσει την τελευταία του συγγραφική προσπάθεια, ολοκληρώνοντας την «Βιογραφία Μαρίνου Παπαδοπούλου Βρετού, συνταχθείσα υπό του ατυχούς πατρός του Ανδρέα Παπαδόπουλου-Βρετού, συγγραφέως του πονήματος Η Νεοελληνική Φιλολογία, (Αθήνα, 1872)». Ο δικός του θάνατος θα επέλθει το 1876. Θα ταφεί στην Λευκάδα των παιδικών του χρόνων.